- ὁπουοῦν
- ὁπου-οῦν, wo auch immer; τὸν ὁπουοῦν ἄλλοϑι νομοϑέτην, der sonst irgendwo anders ist
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπουούν — ὁπουοῡν (Α) επίρρ. βλ. όπου … Dictionary of Greek
ὁπουοῦν — ὅπου in some places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… … Dictionary of Greek